-
1 εγκρουω
1) вбивать, вколачивать(παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Arph.)
2) ударять(τινί τι Anth.)
3) плясать(ἐγκρούων καὴ παίζων Arph.)
См. также в других словарях:
πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ … Dictionary of Greek